βρομούσα

βρομούσα
η
1. γυναίκα ακάθαρτη.
2. μτφ., γυναίκα ανήθικη.
3. ονομασία διάφορων δύσοσμων φυτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βρομούσα — Κοινή ονομασία ορισμένων ειδών ημιπτέρων εντόμων. Το είδος codophila varia είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα και η ονομασία του οφείλεται στην αποκρουστική και επίμονη μυρωδιά του που αποτελεί εξαιρετικά αποτελεσματικό μέτρο προστασίας εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • -ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… …   Dictionary of Greek

  • λαμπηδούσα — και λαμπιδούσα η το φυτό λαμπηδόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. λαμπηδόνα* και σχηματίστηκε με επίθημα ούσα κατά το βρομούσα] …   Dictionary of Greek

  • μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… …   Dictionary of Greek

  • πεντάτομος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από πέντε τόμους: Πεντάτομη εγκυκλοπαίδεια. 2. είδος εντόμου, η βρομούσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”